- κυδώνιον
- κυδώνιοςquincesmasc acc sgκυδώνιοςquincesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυδώνιον — και κυδώνιν, τὸ (Μ) βλ. κυδώνι … Dictionary of Greek
Κυδώνιον — Κυδώνιος quinces masc acc sg Κυδώνιος quinces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδώνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 97 κάτ.) της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * το (Μ κυδώνιον και κυδώνιν) ο καρπός τής κυδωνιάς, ο οποίος έχει χρώμα κίτρινο, μορφή μεγάλου αχλαδιού και στυφή γεύση νεοελλ … Dictionary of Greek
κυδώνιος — κυδώνιος, ία, ον (Α) 1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ. 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...» 3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ.… … Dictionary of Greek
гутей — род. п. ея айва, Cydonium , укр. гутея. Обычно объясняется из рум. gutui̯u̯ – то же от лат. *cotōneus, cydōneus … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
квит — I I. в расчете , отквитать(ся). Вероятно, из нем. quitt или ср. нж. нем. quît от ст. франц. quite, лат. quiētus спокойный (Клюге Гётце 463). Стар. русск. квит расписка , начиная с Петра I (см. Смирнов 140), вероятно, через польск. kwit – то же … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Quince — Not to be confused with quints. For other uses, see Quince (disambiguation). Quince Cydonia oblonga flowers Scientific classification … Wikipedia
Kyriakos Charalambides — Infobox Writer name = Kyriakos Charalambides imagesize = 200px caption = pseudonym = birthdate = 31 January 1940 birthplace = Achna, Famagusta, Cyprus deathdate = deathplace = occupation = Poet nationality = Greek Cypriot flagicon|Cyprus period … Wikipedia
κοδώνεα — κοδώνεα, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών κόττανον (είδος μικρών σύκων) και κυδώνιον] … Dictionary of Greek
κυδωνάτο — το (AM κυδωνᾶτον) νεοελλ. φαγητό παρασκευασμένο με κρέας και κυδώνια μσν. γλυκό από κυδώνι μσν. αρχ. ποτό που παρασκευαζόταν από χυμό κυδωνιών αρχ. φρ. «κυδωνᾱτον τριπτόν» φαρμακευτικό παρασκεύασμα από τριμμένα κυδώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον +… … Dictionary of Greek